συναρμοστής

συναρμοστής
ο, ΝΜΑ [συναρμόζω]
αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο, συναρμολογητής
μσν.
μτφ. συμφιλιωτής αντιπάλων
αρχ.
α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε νομοθεσία, νομοθέτης
β) βοηθός κυβερνήτη, συγκυβερνήτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συναρμοστής — one who fits together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμοστῇ — συναρμοστής one who fits together masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμοστήν — συναρμοστής one who fits together masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμοστικός — ή, όν, ΜΑ [συναρμοστής] 1. επιτήδειος ή κατάλληλος να συναρμόζει 2. μτφ. κατάλληλος για τη διοίκηση μιας πολιτείας …   Dictionary of Greek

  • συναρμοστέα — συναρμοστέον one must fit together neut nom/voc/acc pl συναρμοστέᾱ , συναρμοστέον one must fit together fem nom/voc/acc dual συναρμοστέᾱ , συναρμοστέον one must fit together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συναρμοστέος neut nom/voc/acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”