- συναρμοστής
- ο, ΝΜΑ [συναρμόζω]αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο, συναρμολογητήςμσν.μτφ. συμφιλιωτής αντιπάλωναρχ.α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε νομοθεσία, νομοθέτηςβ) βοηθός κυβερνήτη, συγκυβερνήτης.
Dictionary of Greek. 2013.